- δεκάτευμα
- δεκάτ-ευμα [pron. full] [κᾰ], ατος, τό,A tenth, tithe, Call.Epigr.40 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεκάτευμα — tenth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτευμα — και δεκάτεμα και δεκάτισμα, το (AM δεκάτευμα) [δεκατεύω] η δεκάτη, το ένα δέκατο κάποιου ποσού … Dictionary of Greek
δεκατεύματα — δεκάτευμα tenth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτεμα — το 1. το δεκάτευμα* 2. η δεκάτευση* 3. μεγάλη φθορά … Dictionary of Greek
δεκάτισμα — το [δεκατίζω] 1. το δεκάτευμα 2. ο αποδεκατισμός … Dictionary of Greek